Διαβάστε εδώ το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Documento“.
Στις αρχές Φεβρουαρίου οι πραγματογνώμονες που όρισαν οι ανακριτικές αρχές της Ιταλίας –συγκεκριμένα, το δικαστήριο του Μπάρι στο πλαίσιο της υπ’ αριθμόν 20598/14 προκαταρκτικής ποινικής διαδικασίας– για τη διερεύνηση των αιτίων της τραγωδίας του «Norman Atlantic» ολοκλήρωσαν την έρευνά τους.
Από τις 27 Μαρτίου μέχρι και τις 31 Μαρτίου το πόρισμα παρουσιάστηκε από την ομάδα των εμπειρογνωμόνων παρουσία των διαδίκων και των δικηγόρων τους. Μόλις ολοκληρωθεί η προανακριτική διαδικασία θα ακολουθήσει η σύνταξη του κατηγορητηρίου και η παραπομπή των υπευθύνων σε δίκη. Τα όσα διαπιστώνουν στις 700 περίπου σελίδες του πορίσματός τους οι εμπειρογνώμονες αφήνουν έκθετους τους υπευθύνους του πλοίου. Συγκεκριμένα, διαπίστωσαν ότι το πλοίο είχε υπερφορτωθεί με οχήματα και ειδικότερα με φορτηγά ψυγεία. Το αποτέλεσμα ήταν να είναι περισσότερα από τις διαθέσιμες πρίζες τροφοδοσίας του πλοίου, με συνέπεια πολλά από τα φορτηγά ψυγεία να έχουν τις μηχανές αναμμένες όσο το πλοίο βρισκόταν εν πλω. Σε ό,τι αφορά τα αίτια της πυρκαγιάς οι πραγματογνώμονες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι προκλήθηκε από εξάρτημα κινητήρα, κάτι που ίσως σχετίζεται και με τη λειτουργία εν πλω των μηχανών των φορτηγών ψυγείων. Να σημειωθεί ότι η ανεπάρκεια των πριζών που υπήρχαν στο πλοίο σε σχέση με τον αριθμό των φορτηγών ψυγείων είχε γίνει αντικείμενο συζήτησης μεταξύ του πλοιάρχου Argilio Giacomazzi, του εφοπλιστή Carlo Visentini και εκπροσώπου της ΑΝΕΚ λίγες ώρες πριν από τη μοιραία τραγωδία. Συγκεκριμένα, υπήρξε ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω email η οποία ξεκίνησε στις 25 Δεκέμβρη του 2014 και διεκόπη το Σάββατο 27 Δεκεμβρίου. Με λίγα λόγια, ο ίδιος ο πλοίαρχος αλλά και ο ιδιοκτήτης του πλοίου διαπίστωσαν ότι υπήρχε ζήτημα στο κομμάτι αυτό. Μάλιστα προκειμένου να επιλυθεί το0 θέμα είχε οριστεί και συνάντηση στις 29 Δεκεμβρίου. Μεσολάβησε όμως η τραγωδία.
Ανεπαρκή μέσα πυρόσβεσης και υπερφόρτωση
Οι πραγματογνώμονες διαπίστωσαν ωστόσο και άλλα επιβαρυντικά στοιχεία. Λόγω υπερφόρτωσης του πλοίου, τα οχήματα ήταν σχεδόν κολλημένα μεταξύ τους. Αυτό ωστόσο καθιστούσε αδύνατη τη διαφυγή των οδηγών, παρά μόνο από τα παράθυρα των οχημάτων τους. Η υπερφόρτωση των οχημάτων σε συνδυασμό με τους δυνατούς ανέμους που έπνεαν στην περιοχή είχε ως αποτέλεσμα τη γρήγορη και ανεξέλεγκτη επέκταση της πυρκαγιάς. Επιπλέον τα μέσα πυρόσβεσης στο πλοίο ήταν ανεπαρκή, ενώ και όσα υπήρχαν χρησιμοποιήθηκαν με εσφαλμένο τρόπο. Σύμφωνα με τους πραγματογνώμονες, η κατασκευή του πλοίου, η διάταξη των χώρων αλλά και ο απαιτούμενος χρόνος ενεργοποίησης των πυροσβεστικών μέσων του πλοίου καθιστούσαν αδύνατη την έγκαιρη κατάσβεση ανάλογης πυρκαγιάς. Επίσης το σύστημα VDR (μαύρο κουτί) ήταν προσβεβλημένο από ιούς, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η ανάσυρση κρίσιμων στοιχείων για την υπόθεση, ενώ παράλληλα συζητήθηκε το ότι ο πλοίαρχος δεν κάλεσε τις αλβανικές υπηρεσίες διάσωσης για παροχή βοήθειας. Λόγω αυτού του γεγονότος χρειάστηκαν 72 ώρες μέχρι να επέμβουν τα σωστικά συνεργεία, με αποτέλεσμα 500 ανθρώπινες ζωές να μείνουν εκτεθειμένες στις δυσμενείς καιρικές συνθήκες και η πυρκαγιά να κατακαίει το πλοίο. «Τα στοιχεία που προκύπτουν από την ανάκριση μέχρι σήμερα και κυρίως τα πορίσματα της πραγματογνωμοσύνης που διεξήχθη επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς αλλά και τις αιτιάσεις των οικογενειών των θυμάτων και των επιζώντων της τραγωδίας. Σε κάθε περίπτωση δεν αφήνουν καμία απολύτως αμφιβολία για την ύπαρξη αστικών και ποινικών ευθυνών των κατηγορουμένων κατά την προσωπική μου άποψη» τονίζει στο Documento ο δικηγόρος Κρίτων Μεταξόπουλος, ο οποίος εκπροσωπεί σε συνεργασία με Ιταλούς δικηγόρους θύματα της τραγωδίας του «Norman Atlantic» αλλά και επιβαίνοντες.
«Βλέπαμε τις λαμαρίνες να λυγίζουν από τη φωτιά»
Άνθρωποι που επέβαιναν στο μοιραίο πλοίο θυμούνται τα όσα έζησαν επί σχεδόν τρία 24ωρα Από το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου του 2014 έχει περάσει αρκετός καιρός, ωστόσο τα όσα βίωσαν θα μείνουν για πάντα βαθιά χαραγμένα στη μνήμη τους. Σε ένα συνηθισμένο ταξίδι, από αυτά που πραγματοποιούνται καθημερινά μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, παραλίγο να συναντήσουν τον θάνατο. Ο Λεωνίδας Κωνσταντινίδης επέβαινε στο «Norman Atlantic». Ηταν συνοδηγός σε επαγγελματικό ταξίδι μαζί με έναν φίλο του. Τον τελευταίο δεν τον είδε ξανά. Ηταν ένα από τα 11 θύματα της τραγωδίας. Ο ίδιος περιγράφει στο Documento όλα όσα έζησε. «Ημουν μέσα στο φορτηγό. Είχαν πέσει πυρωμένα κομμάτια πάνω στην καμπίνα, και όταν λέμε πυρωμένα εννοούμε πώς βγάζεις ένα μέταλλο μέσα από τη φωτιά. Τα κομμάτια λιώσανε την οροφή της καμπίνας και πήρε φωτιά το αυτοκίνητο. Βγήκα έξω. Στο κατάστρωμα 4 που ήμουν ήμασταν γύρω στα 14 άτομα. Ημασταν εγκλωβισμένοι και η φωτιά πλησίαζε, δεν είχαμε άλλη επιλογή παρά μόνο τη θάλασσα. Αγκάλιασα τους κάβους, έκανα τσουλήθρα και έπεσα στη θάλασσα για να μην καώ ζωντανός». Ο Ιωάννης Βασσάλος επέβαινε στο «Norman Atlantic» μαζί με τη σύζυγό του Ουρανία Θηραίου. Οταν ξέσπασε η πυρκαγιά βρισκόταν στην καμπίνα τους. Αρχικά, όπως λέει ο ίδιος, δεν ανησύχησε και τόσο. Θεώρησε ότι ένα πλοίο σαν κι αυτό θα είχε επαρκές σύστημα πυρόσβεσης ώστε να σβήσει ή να περιορίσει την πυρκαγιά. Εμελλε όμως να διαψευστεί. «Βρισκόμασταν στην καμπίνα μας, κοιμόμασταν όταν ξέσπασε η πυρκαγιά. Ηταν κοντά 4.00 τα ξημερώματα όταν ακούστηκε αγγλόφωνη ανακοίνωση: “All the team on board!” Ξαφνικά είδαμε από το παράθυρο φωτιές και από τους αεραγωγούς να μπαίνουνε καπνοί. Ηταν μια κατάσταση εντελώς ανοργάνωτη και εντελώς στον αέρα. Είχα ένα συναίσθημα ανάμεικτο. Πίστευα πως ένα τέτοιο μεγάλο καράβι θα έχει πυρόσβεση. Βγήκα έξω και άρχισα να ψάχνω τι συμβαίνει. Πήραμε τον δρόμο προς τη ρεσεψιόν. Αρχισε να επικρατεί πανικός, να χτυπάνε τις καμπίνες, να ξυπνάει κόσμος. Δεν υπήρχε σχέδιο ούτε πλήρωμα στη θέση του, ήταν ανεξέλεγκτη κατάσταση» σημειώνει στο Documento. Μαζί με τη σύζυγό του ανέβηκαν στο τελευταίο κατάστρωμα για να σωθούν. Η φωτιά πλησίαζε από κάτω τους. Το πλοίο καταστρεφόταν και οι άνθρωποι βρισκόταν αντιμέτωποι με τον θάνατο, στη μέση της Αδριατικής, με ανέμους κοντά στα 10 μποφόρ. «Βλέπαμε τις λαμαρίνες να λυγίζουν. Η φωτιά είχε ξεκινήσει εδώ και αρκετή ώρα. Ο κόσμος δεν είχε ειδοποιηθεί, το πλήρωμα δεν ήταν στη θέση του, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ο απόλυτος πανικός. Ηταν χάος στο πλοίο, μια κατάσταση εκτός ελέγχου, δεν λειτούργησε απολύτως τίποτα» σημειώνει στο Documento η Ουρανία Θηραίου. Τον εφιάλτη έζησε και ο γαλλικής καταγωγής Olivier Coissard, ο οποίος βρισκόταν στο πλοίο μαζί με τη σύζυγό του και τα δύο παιδιά τους 8 και 10 ετών. «Εμείς ήμασταν στην καμπίνα. Ηταν 5.00 το πρωί. Ακούσαμε θόρυβο απέξω. Είχα μυρίσει καπνό λίγο πριν αλλά δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Οταν βγήκαμε έξω καταλάβαμε ότι δεν μπορούσαμε να ξαναπούμε μέσα. Ξαφνικά είδαμε φλόγες από κάτω μας, μεγάλες φλόγες. Δεν μπορούσαμε να πάμε αλλού, οι σκάλες ήταν μπροστά μας. Το πλήρωμα δεν ήξερε τίποτα. Ανεβήκαμε πάνω. Παπούτσια λιώνανε από την υψηλή θερμοκρασία. Τσάντες και βαλίτσες πήραν φωτιά».
«Πήρα κουράγιο από τις μορφές των παιδιών μου»
Ο Ευάγγελος Τσούκης επέβαινε επίσης στο πλοίο μαζί με τη σύζυγό του Ευαγγελία Νατσιοπούλου. Οταν ρωτάμε για τη νύχτα της 28ης Δεκεμβρίου, στο μυαλό του έρχονται εικόνες πανικού και εγκατάλειψης από την πλευρά του πληρώματος. «Ο καθένας έκανε ό,τι νόμιζε. Βγήκαμε έξω στο κατάστρωμα στην αριστερή πλευρά του πλοίου, αντίθετα με τη φωτιά. Οι καιρικές συνθήκες ήταν άσχημες. Εβρεχε και επικρατούσαν θυελλώδεις άνεμοι. Ηταν συγκεντρωμένοι περίπου 200 επιβάτες, υπήρχε blackout και δεν λειτουργούσε κανένα σύστημα πυρόσβεσης. Επίσης δεν υπήρχε συντονισμός και ενημέρωση από το πλήρωμα για το τι πρέπει να κάνουμε. Γενικά υπήρχε πανικός, επικρατούσε χάος και εφαρμόστηκε το ρητό “ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. Εκείνη τη στιγμή, βλέποντας από τη μια μεριά τη φωτιά να μας πλησιάζει και από την άλλη τα πελώρια κύματα να φτάνουν μέχρι πάνω, θεωρήσαμε ότι ήρθε το τέλος μας. Αγκαλιαστήκαμε και σκεφτήκαμε ότι θα αφήσουμε τα παιδιά μας ορφανά. Τότε μου ήρθαν οι μορφές των παιδιών μου μπροστά μου και αυτό μου έδωσε δύναμη και κουράγιο για να παλέψω και να εξαντλήσω κάθε πιθανότητα επιβίωσης» σημειώνει. Στο μεταξύ, όσο η ώρα περνούσε και όσο περισσότερο η φωτιά κατάπινε το πλοίο τόσο μεγάλωνε και ο πανικός. Κάποια στιγμή εμφανίστηκαν τρία μέλη του πληρώματος και συγκεκριμένα τρεις ναύτες μηχανικοί οι οποίοι προσπάθησαν να κατεβάσουν τη σωσίβια λέμβο. Ο κόσμος πίστεψε ότι είχαν έρθει με εντολή του καπετάνιου. Ωστόσο μάλλον είχαν ενεργήσει από μόνοι τους. «Είδαμε τρεις ναύτες μηχανικούς, τους αναγνωρίσαμε με τις φόρμες. Κατευθύνθηκαν στη μοναδική σωσίβια λέμβο που χώραγε 150 άτομα και οι άνθρωποι δεν ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό. Οι άνθρωποι αυτοί ήθελαν να φύγουν από το πλοίο χωρίς εντολή καπετάνιου. Τους είδε ο κόσμος και πήγε εκεί, δηλαδή παρέσυραν κόσμο μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυνδεθεί και η βάρκα με άσχημο τρόπο από το πλοίο, με αποτέλεσμα όλος ο κόσμος που ακούμπαγε επάνω της στην απότομη αποκοπή της από το πλοίο να πέσει στη θάλασσα άθελά του. Εμείς κατηγορούμε αυτούς τους τρεις ανθρώπους, ήταν δικοί τους ευθύνη, πήραν την απόφαση να φύγουν και παρέσυραν» θυμάται η κ. Θηραίου. Από την πλευρά του ο κ. Βασσάλος σημειώνει: «Η βάρκα έπεσε ένα μέτρο, έκανε ταλάντωση ένα μέτρο προς τα κάτω και εκεί κόσμος έπεσε στη θάλασσα. Εκεί είχαμε τους πρώτους νεκρούς και αυτή ήταν η πρώτη τραγική εικόνα. Είχε 10 μποφόρ, 8-10 μέτρα κύματα, άρχισε να βρέχει. Πήγαμε πάνω από τη γέφυρα και εκεί μαζέψαμε τις τελευταίες δυνάμεις, ο φόβος του θανάτου, νιώθεις κοντά. Είπαμε ότι το σίγουρο είναι ότι θα πεθάνουμε, ας κάνουμε ό,τι μπορούμε να μην πεθάνουμε».
11 νεκροί και 18 αγνοούμενοι
Η τραγωδία του «Norman Atlantic» στοίχισε τη ζωή σε 11 άτομα, ενώ ακόμη 18 αγνοούνται. Στο πλοίο επέβαιναν σχεδόν 500 άτομα, ενώ δεν αποκλείεται να ήταν πολύ περισσότερα εάν συνυπολογίσει κανείς τους λαθρεπιβάτες. Το μόνο που ζητούν πλέον όσοι έζησαν τις δραματικές στιγμές στο μοιραίο πλοίο είναι δικαίωση από την ιταλική Δικαιοσύνη και τίποτε περισσότερο. «Εχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι η ιταλική Δικαιοσύνη θα επιβάλει τις δέουσες κυρώσεις και θα επιδικάσει ποσά χρηματικής ικανοποίησης τα οποία θα ανταποκρίνονται στην τεράστια ηθική βλάβη και απίστευτη σωματική ταλαιπωρία που υπέστησαν οι επιβάτες του πλοίου» τονίζει στο Documento ο κ. Μεταξόπουλος και συμπληρώνει: «Θεωρώ από την εξέλιξη των πραγμάτων ότι η επιλογή της Ιταλίας ως τόπου επιδίωξης ικανοποίησης των αστικών απαιτήσεων και απόδοσης ποινικών ευθυνών αποδεικνύεται σήμερα η πλέον ενδεδειγμένη».